τόρευση

τόρευση
[-ις (-εως)] η
1) резьба; 2) чеканка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τόρευση" в других словарях:

  • τόρευση — η η επεξεργασία με τη σμίλη, το σκάλισμα: Το ανάγλυφο έχει καλλιτεχνική τόρευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορευτικός — ή, ό / τορευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τορεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόρευση ή στον τορευτή 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. τορευτική …   Dictionary of Greek

  • τορευτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σχετικός με την τόρευση ή τον τορευτή (βλ. λλ.): Τορευτική δημιουργία. 2. το θηλ. ως ουσ., τορευτική, η η τέχνη της καλλιτεχνικής επεξεργασίας ξύλου, μαρμάρου, μετάλλου κτλ. με σμίλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»